- δίπτερος
- -η, -οαυτός που έχει δύο φτερά, δύο πτέρυγες: Πολλά έντομα είναι δίπτερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίπτερος — I (dipterus). Γένος ψαριών της δεβονίου περιόδου του παλαιοζωικού αιώνα, το οποίο σήμερα έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των διπτεριδών. Απολιθώματά του έχουν βρεθεί στα δεβόνια στρώματα των πολιτειών Πενσιλβάνια, Μοντάνα και Αϊόβα των ΗΠΑ,… … Dictionary of Greek
δίπτερον — δίπτερος two winged masc/fem acc sg δίπτερος two winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπτέρους — δίπτερος two winged masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπτερα — δίπτερος two winged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Древнегреческое искусство — В противоположность искусству Востока, носившему на себе характер суровости, мертвенного символизма и неподвижности, искусство греков было в древнем мире первым проявлением живого, свободного художественного творчества, проникнутого стремлением к … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ψευδοδίπτερος — η, ο / ψευδοδίπτερος, ον, ΝΑ (για αρχαίο ναό) ο φαινομενικά δίπτερος, αυτός που περιβάλλεται από απλή σειρά κιόνων, η οποία όμως έχει το πλάτος διπλής σειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + δίπτερος] … Dictionary of Greek
Диптер — или Диптеральный (δίπτερος) β древнегреческом зодчестве название храма и всякого иного здания, окруженного таким портиком, в котором колонны поставлены не в один, а в два ряда. Как на образчики диптер. храмов можно указать на храм Олимпийского… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Dipteros — Der Dipteros (von griech. δίπτερος zweiflügelig) ist ein Typus des griechischen Tempels. Er ist an allen vier Seiten von zwei Säulenkränzen (griech. Peristasis) umgeben. Indem man die Säulenstellung gegenüber dem Peripteros verdoppelte, ergaben… … Deutsch Wikipedia
Архитектура Древней Греции — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей … Википедия